στολαρχίδα

στολαρχίδα
η / στολαρχίς, -ίδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. η ναυαρχίδα, πολεμικό πλοίο στο οποίο επιβαίνει ο στόλαρχος
2. το σήμα τού στολάρχου
αρχ.
(ως προσωνυμία τής Ίσιδος) η αρχηγός τού στόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στολάρχης + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ναναρχ-ίδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”